Γεφύρι Πλάκας
Το γεφύρι της Πλάκας είναι πέτρινο τοξωτό γεφύρι στον Άραχθο ποταμό. Βρίσκεται στους πρώην Δήμους Πραμάντων και Κατσανοχωρίων σε απόσταση 50 χιλιομέτρων από τα Ιωάννινα και συνδέει τα Τζουμέρκα με τα Κατσανοχώρια και κατ’ επέκταση τα Ιωαννίνα με την Άρτα. Χτισμένο το 1866 και επανακατασκευασμένο το 2019, είναι μονότοξο, με άνοιγμα κάμαρας 40 μέτρα, ύψος 21 μέτρα και με άνοιγμα στην κορυφή 3,2 μέτρα.[1] Θεωρείται το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων και το τρίτο μεγαλύτερο στην Ευρώπη.[2][3] Κατέρρευσε τρείς φορές, το 1860, το 1863 και το 2015, την τελευταία φορά έπειτα από βροχόπτωση. Μετά την κατάρρευση του 2015 η ανακατασκευή του δρομολογήθηκε αμέσως μετά και το κυριότερο μέρος του έργου ολοκληρώθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2019.
Ιστορία
Στο σημείο όπου χτίστηκε το γεφύρι της Πλάκας υπήρχε μια παλαιά γέφυρα η οποία καταστράφηκε το 1860. Το 1863 ξαναχτίστηκε από την αρχή με χορηγία 30.000 γροσίων του Πραμαντιώτη ευεργέτη Δημήτριου Αρβανιτογιάννη, αλλά κατέρρευσε σχεδόν την ημέρα των εγκαινίων[4]. Το 1866 ξαναχτίστηκε με κύρια χορηγία του τραπεζίτη των Ιωαννίνων Ιωάννη Ζ. Λούλη, καταγομένου από την Αετορράχη (Κοτόρτσι) των Κατσανοχωρίων[5][4], από το ίδιο μάστορα που επρόκειτο να χτίσει αργότερα και τη Γέφυρα της Κόνιτσας[5][6]. Το κόστος του χτισίματος έφτασε τα 170.000 οθωμανικά γρόσια[7], ποσό που καλύφθηκε από το Λούλη και από συνδρομές κατοίκων από τις γύρω κοινότητες.[1][8][9]
Στις 3 Φεβρουαρίου 1878, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης ενάντια στους Οθωμανούς, Ελληνικά στρατεύματα, υπό των εντολών του Κωνσταντίνου Κοττίκα, επικράτησαν της Τουρκικής Φρουράς της γέφυρας, και τους εξανάγκασαν σε συνθηκολόγηση.[10]
Τη δεκαετία του 1880 ο ποταμός Άραχθος ήταν το σύνορο της Ελλάδας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη συγκεκριμένη περίοδο σταμάτησε να χρησιμοποιείται. Μετά το 1928 πραγματοποιήθηκαν διάφορες απόπειρες συντήρησης και παράλληλα δημιουργήθηκε νέος δρόμος που συνέδεε τις κοινότητες.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η γέφυρα βομβαρδίστηκε από τις Γερμανικές δυνάμες. Παρ’ αυτά η γέφυρα άντεξε με μόνο ελαφριές ζημιές.[11] Οι ντόπιοι την επισκεύασαν με τσιμέντο το 1943.[12] Κοντά στη γέφυρα υπογράφηκε στις 29 Φεβρουαρίου 1944 η συμφωνία Πλάκας-Μυρόφυλλου. Στη γέφυρα διασωζόταν κόγχη όπου οι τεχνίτες είχαν ζωγραφίσει τον προστάτη-άγιο της γέφυρας. Τα τελευταία χρόνια η γέφυρα λειτουργούσε ως αξιοθέατο της περιοχής.[1]
Η γέφυρα υπέστη ζημιές εξαιτίας, ισχυρών βροχοπτώσεων το 2007, και υπήρχαν σχέδια για εκτέλεση έργων επισκευής, κάτι που δεν έγινε και προκάλεσε αντιδράσεις.[13] Το τόξο της γέφυρας κατέρρευσε την 1η Φεβρουαρίου 2015, όταν από ισχυρές βροχοπτώσεις πλημμύρισε.[2] Την επόμενη μέρα, ο τότε Αναπληρωτής Υπουργός Υποδομών Χρήστος Σπίρτζης και εκπρόσωποι του Υπουργείου Πολιτισμού ταξίδεψαν στην περιοχή για να εκτιμήσουν την κατάσταση και ανακοίνωσαν ότι ήταν τεχνικά εφικτό να αποκαταστήσουν την ιστορική γέφυρα με την συγκομιδή των ερείπιων από τον ποταμό. Την μελέτη ανέλαβε το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο[14][15] με μία διεπιστημονική ομάδα με στόχο την αποκατάστασή της γέφυρας ως το φθινόπωρο του 2019.[16] Τελικά ο κλειδόλιθος του τόξου του γεφυριού, τοποθετήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 2019 ολοκληρώνοντας έτσι τη βασική κατασκευή.[17] Η αποκατάσταση της γέφυρας βραβεύτηκε από την Europa Nostra το 2021.[18][19]